λωτοτρόφος

From LSJ
Revision as of 11:23, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωτοτρόφος Medium diacritics: λωτοτρόφος Low diacritics: λωτοτρόφος Capitals: ΛΩΤΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: lōtotróphos Transliteration B: lōtotrophos Transliteration C: lototrofos Beta Code: lwtotro/fos

English (LSJ)

ον, (   A λωτός 1) producing lotus, λεῖμαξ E.Ph.1571 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

λωτοτρόφος: -ον, (λωτὸς Ι) παράγων λωτόν, λεῖμαξ Εὐρ. Φοίν. 1571.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des fleurs, fleuri.
Étymologie: λωτός, τρέφω.

Greek Monolingual

λωτοτρόφος, -ον (Α) αυτός που παράγει λωτούς, που είναι εύφορος σε λωτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -τρόφος (< τρέφω)].

Greek Monotonic

λωτοτρόφος: -ον (λωτός I), αυτός που παράγει λωτό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λωτοτρόφος: поросший лотосами, цветущий (λεῖμαξ Eur.).

Middle Liddell

λωτο-τρόφος, ον λωτός I]
producing lotus, Eur.