λοξοκίνητος

From LSJ
Revision as of 11:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοξοκίνητος Medium diacritics: λοξοκίνητος Low diacritics: λοξοκίνητος Capitals: ΛΟΞΟΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: loxokínētos Transliteration B: loxokinētos Transliteration C: loksokinitos Beta Code: locoki/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον,    A moving athwart, λ. κύκλος the ecliptic, Sch. Hes.Op.381 (p.208 G.)

Greek (Liddell-Scott)

λοξοκίνητος: -ον, ὁ κινούμενος λοξῶς, πλαγίως, λ. κύκλος, ἡ ἐκλειπτική, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 381.

Greek Monolingual

λοξοκίνητος, -ον (Μ)
αυτός που κινείται πλαγίως («λοξοκίνητος κύκλος» — η εκλειπτική).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -κίνητος (< κινητός < κινώ), πρβλ. αυτο-κίνητος, βραδυ-κίνητος].