μεγάλωμα

From LSJ
Revision as of 11:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλωμα Medium diacritics: μεγάλωμα Low diacritics: μεγάλωμα Capitals: ΜΕΓΑΛΩΜΑ
Transliteration A: megálōma Transliteration B: megalōma Transliteration C: megaloma Beta Code: mega/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,    A might, ῥάβδος μεγαλώματος LXX Je.31(48).17.

Greek Monolingual

το (Α μεγάλωμα) μεγαλώνω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεγαλώνω, μεγέθυνση, αύξηση («το μεγάλωμα του σπιτιού»)
2. ανατροφήμετά τον θάνατο της μητέρας, η γιαγιά ανέλαβε το μεγάλωμα τών παιδιών»)
3. ενηλικίωση
4. μεγαλοποίηση, υπερβολή
αρχ.
η ισχύς, η δύναμηῥάβδος μεγαλώματος», ΠΔ).