μεγαλόκωλος
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
ον, A large-limbed, of a locust, Dsc.2.52.
German (Pape)
[Seite 106] mit großen Gliedern, auch von einem Satze.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλα κῶλα, μέλη τοῦ σώματος, ὡς πόδας κτλ., ἀκρίς... μεγαλόκωλος Διοσκ. 2, 57.
Greek Monolingual
μεγαλόκωλος, -ον (Α)
(για ακρίδα) αυτός που έχει μεγάλα σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -κωλος (< κῶλον), πρβλ. μονό-κωλος].