μελίρροθος
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
English (LSJ)
ον, A sweet-sounding, Pi. Fr.246.
Greek (Liddell-Scott)
μελίρροθος: ον = τῷ ἑπομ., Πινδ. Ἀποσπ. 286.
English (Slater)
μελίρροθος
1 sounding sweet as honey μελιρρόθων δ' ἕπεται πλόκαμοι (sc. ἐπέων, simm., Schr.) fr. 246a.
Greek Monolingual
μελίρροθος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί γλυκά, γλυκόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥόθος «ήχος» (πρβλ. πολύ-ρροθος, ταχύ-ρροθος)].
Russian (Dvoretsky)
μελίρροθος: источающий мед (πλόκαμοι, sc. ἀνθέων или ὕμνων Pind.).