μερμίλλων

From LSJ
Revision as of 12:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερμίλλων Medium diacritics: μερμίλλων Low diacritics: μερμίλλων Capitals: ΜΕΡΜΙΛΛΩΝ
Transliteration A: mermíllōn Transliteration B: mermillōn Transliteration C: mermillon Beta Code: mermi/llwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, = Lat.    A mirmillo (murmillo), a light-armed gladiator, CIG3392 (Smyrna); μορμίλλων, pl. -ονες, IG12(8).547 (Thasos); μουρμίλλων, CIG2889 (Milet.); μυρμύλλων, IGRom.1.773 (Hadrianopolis).

Greek (Liddell-Scott)

μερμίλλων: -ωνος, ὁ, τὸ Λατ. mirmilo, μονομάχος ἐκ τῆς τάξεως τῶν μονομάχων ὧν τὸ κράνος εἶχεν εἰκόνα τοῦ ἰχθύος μορμύλου (ὀρθότ. μορμύρου), Συλλ. Ἐπιγρ. 3392· μορμίλλων αὐτόθι 2164, πρβλ. 2889.

Greek Monolingual

μερμίλλων και μορμίλλων και μουρμίλλων και μυρμύλλων, -ωνος, ό (Α)
μονομάχος από την τάξη εκείνων που είχαν στο κράνος τους εικόνα του ψαριού μορμύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mirmilo].