μελάμπρῳρος

From LSJ
Revision as of 12:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμπρῳρος Medium diacritics: μελάμπρῳρος Low diacritics: μελάμπρωρος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΡΩΡΟΣ
Transliteration A: melámprōiros Transliteration B: melamprōros Transliteration C: melamproros Beta Code: mela/mprw|ros

English (LSJ)

ον,    A with black prow, ναῦς Hymn.Is.146.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπρῳρος: -ον, ἐπὶ νεώς, ἡ ἔχουσα μέλαιναν πρῷραν, Kaib. cp. 1028, 56.

Greek Monolingual

μελάμπρῳρος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτός που έχει μαύρη πρώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πρῶρα (πρβλ. καλλί-πρωρος, κυανό-πρωρος)].