μεταλλάρχης
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
ου, ὁ, A overseer of mines, OGI660 (Egypt, i A. D.), Paul. Al.N.3.
German (Pape)
[Seite 149] ὁ, der Bergwerksvorsteher, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλάρχης: -ου, ὁ, ἐπόπτης μεταλλείων, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 4716d. 2, Παῦλ. Ἀλ. ἐν Εἰσαγωγ. εἰς Ἀποτελεσματ.
Greek Monolingual
μεταλλάρχης, ὁ (Α)
επόπτης μεταλλείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλον + -άρχης (< ἄρχω)].