μεταλλεῖον
From LSJ
English (LSJ)
τό, in pl., A minerals, σίδηρος καὶ χαλκὸς καὶ πάντα τὰ μ. Pl.Lg.678d.
German (Pape)
[Seite 149] τό, das Metall, Plat. Legg. III, 678 d, σίδηρος καὶ χαλκὸς καὶ πάντα τὰ μεταλλεῖα.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλεῖον: τό, = μέταλλον, Πλάτ. Νόμ. 678D.
Russian (Dvoretsky)
μεταλλεῖον: τό металл (σίδηρος καὶ χαλκὸς καὶ πάντα τὰ μεταλλεῖα Plat.).