μετόπιν

From LSJ
Revision as of 12:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετόπῐν Medium diacritics: μετόπιν Low diacritics: μετόπιν Capitals: ΜΕΤΟΠΙΝ
Transliteration A: metópin Transliteration B: metopin Transliteration C: metopin Beta Code: meto/pin

English (LSJ)

Adv.,    A = μετόπισθε, S.Ph.1189 (lyr.), A.R.4.1764.

German (Pape)

[Seite 161] = μετόπισθε; ἐν βίῳ τῷ μετόπιν, Soph. Phil. 1174; Ap. Rh. 4, 1764.

Greek (Liddell-Scott)

μετόπῐν: ἐπίρρ. = μετόπισθε, Σοφ. Φιλ. 1189, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1764. πρβλ. κατόπιν, ὄπις.

French (Bailly abrégé)

adv. ;
c. μετόπισθε.

Greek Monolingual

μετόπιν (Α)
επίρρ. μετόπισθεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + θ. οπι- (πρβλ. ὄπι-σθεν) + -ν (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.) πρβλ. κατ-όπιν].

Greek Monotonic

μετόπῐν: επίρρ., = μετόπισθε, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μετόπῐν: adv. Soph. = μετόπισθε I.

Middle Liddell

= μετόπισθε, Soph.]