μηρίς
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Full diacritics: μηρίς | Medium diacritics: μηρίς | Low diacritics: μηρίς | Capitals: ΜΗΡΙΣ |
Transliteration A: mērís | Transliteration B: mēris | Transliteration C: miris | Beta Code: mhri/s |
ίδος, ἡ, A = τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132.
[Seite 177] ίδος, ἡ, eine Pflanze, Diosc.
μηρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι, Διοσκ. 4. 135 (ἐν τοῖς Νόθοις).
ίδος (ἡ) :
sorte de plante (= τριπόλιον LSJ).
Étymologie: DELG -.
μηρίς, -ίδος, ἡ (Α)
το φυτό τριπόλιο.