μονάγκων

From LSJ
Revision as of 12:48, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονάγκων Medium diacritics: μονάγκων Low diacritics: μονάγκων Capitals: ΜΟΝΑΓΚΩΝ
Transliteration A: monánkōn Transliteration B: monankōn Transliteration C: monagkon Beta Code: mona/gkwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,    A one-armed engine to throw projectiles, Ph.Bel. 91.36 (pl.), Apollod.Poliorc.188.6(pl.), al.

German (Pape)

[Seite 201] ωνος, ὁ, mit einem Ellenbogen, eine Maschine, die mit einem anprellenden Arme, ἀγκών, Steine schleuderte, onager, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

μονάγκων: -ωνος, ὁ, πολεμικὴ μηχανὴ μετὰ ἑνὸς μόνον κινητοῦ βραχίονος, πρὸς ἐξακόντισιν βελῶν κτλ., ὅμοιον τῷ καταπέλτῃ, Λατ. onager, Φίλων Βελοπ. σ. 91.

Greek Monolingual

μονάγκων, -ωνος, ὁ (Α)
είδος πολεμικής μηχανής η οποία είχε έναν μόνο κινητό αγκώνα, δηλ. έναν μόνον βλητικό κινούμενο μοχλό, ο οποίος στηριζόταν πάνω σε κάθετο στήριγμα και χρησίμευε στην εξακόντιση λίθων ή και εμπρηστικών υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόν(ο)- + ἀγκών, -ῶνος «κλείδωση, βραχίονας»)].