μυθοποιία
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
ἡ, A making of fables, invention, Str.1.1.19, al., D.S.1.96, Ph.1.177 (pl.), Corn.ND 17 (pl.), Plu.2.348a.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθοποιία: ἡ, ἡ ἐπινόησις μύθων, Διόδ. 1. 69, Πλούτ. 2. 348Α·
Greek Monolingual
η (Α μυθοποιία) μυθοποιός
η επινόηση μύθων, μυθοποίηση («ἡ ποιητική περὶ μυθοποιΐαν ἐστί», Πλούτ.).