μυολόγος

From LSJ
Revision as of 13:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠολόγος Medium diacritics: μυολόγος Low diacritics: μυολόγος Capitals: ΜΥΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: myológos Transliteration B: myologos Transliteration C: myologos Beta Code: muolo/gos

English (LSJ)

ὁ,    A = μυοθήρας, Gloss.

Greek Monolingual

ο (Α μυολόγος)
μυοθήρας
νεοελλ.
επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη της υφής, της δομής και της λειτουργίας του μυϊκού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μυολόγος < μῦς, μυός «ποντικός» + -λόγος].