μυριονταδικός

From LSJ
Revision as of 13:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐοντᾰδικός Medium diacritics: μυριονταδικός Low diacritics: μυριονταδικός Capitals: ΜΥΡΙΟΝΤΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: myriontadikós Transliteration B: myriontadikos Transliteration C: myriontadikos Beta Code: muriontadiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of the number 10,000: μ. διπλοῦς, τριπλοῦς, etc. (sc. ἀριθμός), a unit of the second (third, etc.) order of myriads (= 10,0002, 10,0003, etc.), Theo Sm.in Ptol.p.64 H.

German (Pape)

[Seite 219] die Zahl 10000 betreffend, Theo ad Ptolem. p. 23.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριονταδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν ἀριθμὸν 10,000, Θέων εἰς Πτολεμ. σ. 23.

Greek Monolingual

μυριονταδικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στη μυριάδα, στον, αριθμό δέκα χιλιάδες
2. φρ. α) «μυριονταδικὸς διπλούς» — μονάδα δευτέρας τάξεως μυριάδων, δηλαδή 10. 0002
β) «μυριονταδικὸς τριπλούς» — μονάδα τρίτης τάξεως μυριάδων, δηλαδή 10. 0003 (Θέων. Σμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο μυριοντάς, κατά το ἑκατοντάς.