ναυσίδρομος

Revision as of 13:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A ship-speeding, οὖρος Orph.H.74.10.

German (Pape)

[Seite 232] den Lauf der Schiffe fördernd, οὖ. ρος, Orph. H. 73, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσίδρομος: -ον, ὁ ἐπιταχύνων τὸν πλοῦν πλοίου, Ὀρφ. Ὕμν. 73. 10.

Greek Monolingual

ναυσίδρομος, -ον (Α)
αυτός που επιταχύνει τον πλου καραβιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + δρόμος.