ναύφθορος

From LSJ
Revision as of 13:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύφθορος Medium diacritics: ναύφθορος Low diacritics: ναύφθορος Capitals: ΝΑΥΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: naúphthoros Transliteration B: nauphthoros Transliteration C: nayfthoros Beta Code: nau/fqoros

English (LSJ)

ον,    A shipwrecked, ν. στολή, πέπλοι, the garb of shipwrecked men, E.Hel.1382, 1539.

Greek (Liddell-Scott)

ναύφθορος: -ον, ὁ ναυαγήσας, ν. στολή, ἔνδυμα ναυαγοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 1382· ναυφθόροις ἠσθημένοι πέπλοισιν αὐτόθι 1539.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de naufragé.
Étymologie: ναῦς, φθείρω.

Greek Monolingual

-ο (Α ναύφθορος, -ον)
αυτός που ναυάγησε, ναυαγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -φθόρος (< φθείρω)].

Greek Monotonic

ναύφθορος: -ον (φθείρω), ναυαγισμένος· ναύφθορος στολή, πέπλοι, ενδύματα ναυαγών, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ναύφθορος: пострадавший от кораблекрушения (στολή Eur.): ναύφθοροι πέπλοι Eur. лохмотья потерпевших кораблекрушение.

Middle Liddell

ναύ-φθορος, ον φθείρω
shipwrecked, ν. στολή, πέπλοι the garb of shipwrecked men, Eur.