νεφώδης

From LSJ
Revision as of 13:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφώδης Medium diacritics: νεφώδης Low diacritics: νεφώδης Capitals: ΝΕΦΩΔΗΣ
Transliteration A: nephṓdēs Transliteration B: nephōdēs Transliteration C: nefodis Beta Code: nefw/dhs

English (LSJ)

ες,    A = νεφοειδής, like a cloud, Str.3.2.7.    II cloudy, bringing clouds, ὁ νότος Arist.Pr.942a35.    2 of the voice, husky, Id.Aud.800a14.

Greek (Liddell-Scott)

νεφώδης: -ες, = νεφοειδής, ὅμοιος πρὸς νέφος, Στράβ. 145. ΙΙ. συννεφώδης, ἐγείρων ἢ φέρων σύννεφα, ὁ νότος Ἀριστ. Προβλ. 26. 20. 2) ἐπὶ τῆς φωνῆς, ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 3.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ νεφώδης, -ῶδες) νέφος
1. όμοιος με νέφος, νεφοειδής
2. αυτός που προκαλεί συννεφιά, που φέρνει σύννεφα («διὰ τί ὁ νότος ὅταν μὲν ἐλάττων ἦ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης», Αριστοτ.)
νεοελλ.
καλυμμένος με νέφη, συννεφιασμένος
αρχ.
(για φωνή) βραχνή, βαθιά («τῶν δὲ φωνῶν τυφλαί... καὶ νεφώδεις ὅσαι τυγχάνουσιν αὐτοῦ καταπεπνιγμέναι», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

νεφώδης: -ες (νέφος), = νεφοειδής, όμοιος με νέφος, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

νεφώδης:
1) нагоняющий тучи, облачный (ὁ Νότος Arst.);
2) (как бы) окутанный облаком, т. е. приглушенный, глухой (φωνή Arst.).

Middle Liddell

νεφ-ώδης, ες νέφος = νεφοειδής, Strab.]