νυμφαγενής

From LSJ
Revision as of 13:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφᾱγενής Medium diacritics: νυμφαγενής Low diacritics: νυμφαγενής Capitals: ΝΥΜΦΑΓΕΝΗΣ
Transliteration A: nymphagenḗs Transliteration B: nymphagenēs Transliteration C: nymfagenis Beta Code: numfagenh/s

English (LSJ)

ές,    A nymph-born, Telest.1.5 ; of Pan, as reared by Nymphs, Euph. 109.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφᾱγενής: -ές, ὁ ἐκ νύμφης γεννηθείς, Τελέστης, 1, 6.

Greek Monolingual

νυμφαγενής και νυμφηγε
νής και νυμφογενής -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε από Νύμφη
2. (για τον Πάνα) αυτός που ανατράφηκε από Νύμφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής. Οι τ. νυμφαγενής και νυμφηγενής με -- και -η-, για μετρικούς λόγους].