πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Full diacritics: νυκτοπότιον | Medium diacritics: νυκτοπότιον | Low diacritics: νυκτοπότιον | Capitals: ΝΥΚΤΟΠΟΤΙΟΝ |
Transliteration A: nyktopótion | Transliteration B: nyktopotion | Transliteration C: nyktopotion | Beta Code: nuktopo/tion |
τό, A night-cup, Sm.1 Ki. 26.11.
νυκτοπότιον: τό, νυκτερινὸν ποτόν, Σύμμαχ. ἐν Π. Δ. (Α΄ Βασιλ. ΚϚ΄ 11).
νυκτοπότιον, τὸ (Α)
ποτό που πίνεται τη νύχτα, νυχτερινό ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ποτόν].