οἰδηματώδης

From LSJ
Revision as of 13:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰδηματώδης Medium diacritics: οἰδηματώδης Low diacritics: οιδηματώδης Capitals: ΟΙΔΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: oidēmatṓdēs Transliteration B: oidēmatōdēs Transliteration C: oidimatodis Beta Code: oi)dhmatw/dhs

English (LSJ)

ες,    A swollen, Gal.6.752, Alex.Trall.Febr. 2.

German (Pape)

[Seite 297] ες, geschwulstartig, ὄγκος u. ä., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

οἰδημᾰτώδης: -ες, (εἶδος), ὁ ἔχων «πρήξιμον», Γαλην. τ. 6, σ. 752 ἐν τέλει, ἔκδ. Κühm· οἰδηματώδης ὄγκος Ἐρωτιαν. σ. 172 ἐν λ. ἥπατος ζύμωσις.

Greek Monolingual

-ες (Α οἰδηματώδης, -ῶδες) οίδημα
1. αυτός που εμφανίζεται με τη μορφή οιδήματος, όμοιος με οίδημα
2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος.