οἰστρώδης

From LSJ
Revision as of 14:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστρώδης Medium diacritics: οἰστρώδης Low diacritics: οιστρώδης Capitals: ΟΙΣΤΡΩΔΗΣ
Transliteration A: oistrṓdēs Transliteration B: oistrōdēs Transliteration C: oistrodis Beta Code: oi)strw/dhs

English (LSJ)

ες,    A raging, frantic, ἐπιθυμίαι Pl.Ti.91b, Lg.734a, Epicur. Sent.Vat.80 ; λύσσαι Ti.Locr.102e.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς τὸν κεντηθέντα ὑπὸ οἴστρου· μανιώδης, ἔκφρων, ἐπιθυμίαι Πλάτ. Τίμ. 91Β, Νόμ. 734Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un animal piqué par un taon ; transporté de fureur.
Étymologie: οἶστρος, -ωδης.

Greek Monolingual

οἰστρώδης, -ῶδες (Α) οίστρος
μανιώδης, παράφρων («δι' ἐπιθυμίας οἰστρώδεις ἐπιχειρεῑ κρατεῑν», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

οἰστρώδης: словно преследуемый слепнями, т. е. исступленный, безумный (ἐπιθυμίαι, λύοσαι Plat.).