πάνριζος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον, A with all its roots, γένος IG7.2545.28.
Greek (Liddell-Scott)
πάνριζος: -ον, = πρόρριζος, ὄλοιτο πάνριζον γένος Καίβ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 28.
Greek Monolingual
-ον, Α
σύρριζα, ο με όλες του τις ρίζες («ὄλοιτο πάνριζον γένος» — να χαθεί όλη η γενιά, απ' τη ρίζα, επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ριζος (< ῥίζα), πρβλ. αργυρό-ριζος].