πάμβοτος
From LSJ
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
English (LSJ)
ον, A all-nourishing, ἄλσος A.Supp.558 (lyr.), cf. Fr.99.
German (Pape)
[Seite 453] allernährend, Aesch. Suppl. 563.
Greek (Liddell-Scott)
πάμβοτος: -ον, ὁ τοὺς πάντας τρέφων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 559.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit tout le monde, plantureux.
Étymologie: πᾶν, βόσκω.
Greek Monolingual
πάμβοτος, -ον (Α)
αυτός που τρέφει τους πάντες («Διὸς πάμβοτον ἄλσος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -βοτος (< θ. βο- του βόσκω), πρβλ. πολύ-βοτος].
Russian (Dvoretsky)
πάμβοτος: питающий всех: δῖον πάμβοτον ἄλσος Aesch. = Αἴγυπτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάμβοτος -ον [πᾶς, βόσκω] allen voedend.