παγκρατευτής

From LSJ
Revision as of 14:28, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκρᾰτευτής Medium diacritics: παγκρατευτής Low diacritics: παγκρατευτής Capitals: ΠΑΓΚΡΑΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pankrateutḗs Transliteration B: pankrateutēs Transliteration C: pagkrateftis Beta Code: pagkrateuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A = παγκρατιαστής, Ps.-Callisth.1.18.

Greek (Liddell-Scott)

παγκρατευτής: ὁ, = παγκρατιαστής, Ψευδο-Καλλισθ. ἐν Cod. Par. ἀριθμ. 113 παράρτ.

Greek Monolingual

παγκρατευτής, ὁ (Α)
ο αθλητής του παγκρατίου, παγκρατιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγκράτιον + κατάλ. -ευτής, πιθ. μέσω αμάρτυρου παγκρατεύω].