παλίμπισσα
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ἡ, A pitch reboiled, dry pitch, Dsc.1.72; cf. παλίνπιττα.
German (Pape)
[Seite 448] ἡ, zweimal gesottenes, trockenes Pech, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμπισσα: ἡ, πίσσα ἐκ νέου βρασθεῖσα, στεγνή, ξηρά, Διόδ. 1. 97, «παλίμπιττα· ἐφθὴ πίττα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
παλίμπισσα και, κατά τον Ησύχ., παλίμπιττα, ἡ (Α)
πίσσα που ψήθηκε εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πίσσα / πίττα.