παντιβόλος

From LSJ
Revision as of 14:42, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντῐβόλος Medium diacritics: παντιβόλος Low diacritics: παντιβόλος Capitals: ΠΑΝΤΙΒΟΛΟΣ
Transliteration A: pantibólos Transliteration B: pantibolos Transliteration C: pantivolos Beta Code: pantibo/los

English (LSJ)

ον,    A having cut all its teeth, ἵππος Supp.Epigr.6.634; cf. ἄβολος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει όλα του τα δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + -βόλος (< βολή < βάλλω «ρίχνω, απορρίπτω») με τη σημ. ότι έχει αποβάλει τα πρώτα του δόντια (πρβλ. ά-βολος (Ι)].