παράορος

From LSJ
Revision as of 14:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράορος Medium diacritics: παράορος Low diacritics: παράορος Capitals: ΠΑΡΑΟΡΟΣ
Transliteration A: paráoros Transliteration B: paraoros Transliteration C: paraoros Beta Code: para/oros

English (LSJ)

   A v. παρήορος. παραός· ἀετός (Maced.), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

παράορος: ἴδε ἐν λ. παρήορος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράορος· σειραφόρος».

French (Bailly abrégé)

dor. c. παρήορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. παρήορος.

Greek Monotonic

παράορος: Δωρ. αντί παρ-ήορος.

Russian (Dvoretsky)

παράορος: дор. = παρήορος I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράορος Dor. voor παρήορος.