παρηδύνω
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
[ῡ], A sweeten or season, Dorio ap.Ath.7.309f : metaph., of language, D.H.Dem.45.
German (Pape)
[Seite 520] daneben, dabei, ein wenig süß machen, würzen, Dorio bei Ath. VII, 309 f; übertr. von der Rede, D. Hal. de adm. vi Dem. 45.
Greek (Liddell-Scott)
παρηδύνω: [ῠ], ἡδύνω ἠ καρυκεύω ὀλίγον, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 309F· μεταφορ. ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. περὶ Δημοσθ. 45.
Greek Monolingual
Α
1. γλυκαίνω, νοστιμίζω κάτι
2. (για έδεσμα) καρυκεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἡδύνω (< ἡδύς «γλυκός»)].