περίκλυσμα
From LSJ
γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity
English (LSJ)
ατος, τό, A wash, lotion gloss on περινήματα, Gal.19.130.
German (Pape)
[Seite 580] τό, das Bespülen, Bespritzen, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
περίκλυσμα: τό, πλύσις, λοῦσις, πανταχόθεν, Γαλην. Ἱππ. γλωσσ. ἐξηγ. σ. 542 ἐν λ. περινήματος, ἣν ἑρμηνεύει «περικλύσματος».