περατής

From LSJ
Revision as of 16:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περᾱτής Medium diacritics: περατής Low diacritics: περατής Capitals: ΠΕΡΑΤΗΣ
Transliteration A: peratḗs Transliteration B: peratēs Transliteration C: peratis Beta Code: perath/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (περάω Α)    A = πορθμεύς, Suid. s. h. v., Procl.Par.Ptol. 250.    II wanderer, emigrant, LXX Ge.14.13: expl. of Ἑβραῖος, Ph.1.439.

German (Pape)

[Seite 563] ὁ, so accent. Arcad. 26, der Uebersetzende, Ueberfahrende, Suid. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περᾱτής: -οῦ, ὁ, (περάω) = πορθμεύς, Σουΐδ. ἐν λ. πορθμεὺς (ἔνθα φέρεται περάτης). ΙΙ. ὁ περὼν ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, ἢ ὁ πέραν τοῦ ποταμοῦ τὴν κατοίκησιν ἔχων, ἀπήγγειλεν Ἀβραὰμ τῷ περάτῃ (περαΐτῃ Ἀκύλ.) Ἑβδ. (Γένεσ.) ΙΔ΄ 13.· «ἐπειδὴ γὰρ πέραν τοῦ Εὐφράτου τὴν κατοίκησιν εἶχε, διὰ τοῦτο καὶ περάτης ἐλέγετο» (Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 284, 14), Φίλων 1. 439. - περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ὁ Ἀρκάδ. (26, 24) λέγει: «τὸ δὲ θεατὴς ἢ περατὴς ῥηματικὰ ὄντα ὀξύνεται», ἀλλ’ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἔνθα ἀπαντᾷ ἡ λέξις φέρεται παροξυτόνως περάτης.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
βλ. περάτης.