περατής
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (περάω Α) A = πορθμεύς, Suid. s. h. v., Procl.Par.Ptol. 250. II wanderer, emigrant, LXX Ge.14.13: expl. of Ἑβραῖος, Ph.1.439.
German (Pape)
[Seite 563] ὁ, so accent. Arcad. 26, der Uebersetzende, Ueberfahrende, Suid. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περᾱτής: -οῦ, ὁ, (περάω) = πορθμεύς, Σουΐδ. ἐν λ. πορθμεὺς (ἔνθα φέρεται περάτης). ΙΙ. ὁ περὼν ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, ἢ ὁ πέραν τοῦ ποταμοῦ τὴν κατοίκησιν ἔχων, ἀπήγγειλεν Ἀβραὰμ τῷ περάτῃ (περαΐτῃ Ἀκύλ.) Ἑβδ. (Γένεσ.) ΙΔ΄ 13.· «ἐπειδὴ γὰρ πέραν τοῦ Εὐφράτου τὴν κατοίκησιν εἶχε, διὰ τοῦτο καὶ περάτης ἐλέγετο» (Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 284, 14), Φίλων 1. 439. - περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ὁ Ἀρκάδ. (26, 24) λέγει: «τὸ δὲ θεατὴς ἢ περατὴς ῥηματικὰ ὄντα ὀξύνεται», ἀλλ’ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἔνθα ἀπαντᾷ ἡ λέξις φέρεται παροξυτόνως περάτης.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
βλ. περάτης.