πενταφάρμακος

From LSJ
Revision as of 16:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενταφάρμᾰκος Medium diacritics: πενταφάρμακος Low diacritics: πενταφάρμακος Capitals: ΠΕΝΤΑΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: pentaphármakos Transliteration B: pentapharmakos Transliteration C: pentafarmakos Beta Code: pentafa/rmakos

English (LSJ)

ον,    A consisting of five drugs or ingredients : pentapharmacum, Hist. Aug.Hel.5.

German (Pape)

[Seite 557] aus fünf Giften od. Arzneimitteln bestehend, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πεντᾰφάρμᾰκος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε φαρμάκων, δηλ. ἀρτυμάτων, τὸ πενταφάρμακον, ἔδεσμά τι μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Spartian. Ael. Ver. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για έδεσμα) αυτός που αποτελείται από πέντε ειδών αρτύματα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενταφάρμακον- είδος εδέσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + φάρμακον (πρβλ. τετρα-φάρμακος)].