περισσωματικός

From LSJ
Revision as of 16:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσωματικός Medium diacritics: περισσωματικός Low diacritics: περισσωματικός Capitals: ΠΕΡΙΣΣΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: perissōmatikós Transliteration B: perissōmatikos Transliteration C: perissomatikos Beta Code: perisswmatiko/s

English (LSJ)

Att. περιττ-, ή, όν,    A of the nature of περιττώματα, excretive, excrementitious, ἀπόκρισις Arist.PA 681b36 ; ὑγρότης Plu.2.130b ; π. [μόριον] for excretion, Arist.HA531a29, etc.    2 of persons, abounding in περιττώματα, ib.584a6, Pr. 873a18 ; σώματα Id.GA766b35 (Comp.); βρέφη Alex.Aphr.Pr.1.2 ; π. καὶ παχὺς τὴν σάρκα, of a pig, Jul.Or.5.177c.

German (Pape)

[Seite 593] att. -ττωματικός, zum Koth oder Harn, übh. zur Unreinigkeit gehörig, Arist. u. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περισσωματικός: μεταγεν. Ἀττ. περιττωματικός, ή, όν, ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῶν περιττωμάτων, ἢ ἀνήκων εἰς αὐτά, ὁ τῶν περιττωμάτων, δι’ οὗ ποιεῖται τὴν ἀπόκρισιν ἢ τὴν σπερματικὴν ἢ τὴν περιττωματικήν, τὴν τῶν περιττωμάτων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 55· π. ὄργανον, πρὸς ἔκκρισιν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 5, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ἔχων ἄφθονα περιττώματα, αὐτόθι 7. 4, 3, Πρβλ. 3. 15 κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 799C.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. περιττωματικός.

Russian (Dvoretsky)

περισσωμᾰτικός: атт. περιττωμᾰτικός 3 физиол.
1) выделительный (ὄργανον Arst.);
2) имеющий обильные выделения Arst.