πηλοποιός
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
ὁ, A = πηλοπλάθος, BGU362 viii 8 (iii A. D.), Alex. Aphr.Pr.1.49.
German (Pape)
[Seite 610] 1) Koth, Schmutz machend. – 2) = πηλοπλάθος, Sp., zw.
Greek (Liddell-Scott)
πηλοποιός: ὁ, = πηλοπλάθος, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 49.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο πηλοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -ποιός].