πικρίς
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A ox-tongue, Helminthia sepioides, Arist.HA12a30, Thphr.HP7.11.4. 2 = κιχόριον, Dsc.2.132. II sour soil, Sammelb.6797.12 (iii B. C.), prob. in PCair.Zen.517.17,728.3,8 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 614] ίδος, ἡ, Bitterkraut, wilder Lattich, Endivien, Arist. H. A. 9, 6 u. Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πικρίς: -ίδος, ἡ, = ἀγρία σέρις, «σέρις δισσή· ὧν ἡ μὲν ἀγρία πικρίς· ἡ καὶ κιχώριον καλουμένη» (Διοσκ. 2, 159 (160)· ἀντίδι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 4, πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας πικραλίδα.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
légume = σέρις.
Étymologie: πικρός.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
πικρίς: ίδος ἡ бот. горький латук, предполож. эндивий Anth.