πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Full diacritics: πλᾰκωτή | Medium diacritics: πλακωτή | Low diacritics: πλακωτή | Capitals: ΠΛΑΚΩΤΗ |
Transliteration A: plakōtḗ | Transliteration B: plakōtē | Transliteration C: plakoti | Beta Code: plakwth/ |
ἡ, a form of καδμεία (cf. A πλακίτης 11), Dsc.5.74.
ἡ, Α πλακώ
είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο για τα μάτια, πλακῑτις.