πιαντικός
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
ή, όν, = foreg., Apollon.Lex. A s.v. πίονα ἔργα.
German (Pape)
[Seite 612] = Vorigem, Apoll. Lex.
Greek (Liddell-Scott)
πῑαντικός: -ή, -όν, = τῷ προηγουμ., Ἀπολλων. Λεξικ. ἐν λέξ. πίονα ἔργα.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πιαίνω
πιαντήριος.