πλατυκέφαλος

From LSJ
Revision as of 17:32, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτυκέφᾰλος Medium diacritics: πλατυκέφαλος Low diacritics: πλατυκέφαλος Capitals: ΠΛΑΤΥΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: platyképhalos Transliteration B: platykephalos Transliteration C: platykefalos Beta Code: platuke/falos

English (LSJ)

ον,    A flat-headed, Apollod.Poliorc.146.7, al., Olymp. Hist.p.459 D.    II a venomous beast or reptile, Philum.Ven. 32.2.

German (Pape)

[Seite 627] breitköpfig, Phot. bibl.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτῠκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων πλατεῖαν κεφαλήν, Ἀρχ. Μαθ. 17.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατυκέφαλος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πλατύ κεφάλι, ο πλατσουκοκέφαλος
2. είδος ιοβόλου ζώου ή ερπετού
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από πλατυκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -κέφαλος (< κεφαλή)].