πολυχίτων

From LSJ
Revision as of 18:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχίτων Medium diacritics: πολυχίτων Low diacritics: πολυχίτων Capitals: ΠΟΛΥΧΙΤΩΝ
Transliteration A: polychítōn Transliteration B: polychitōn Transliteration C: polychiton Beta Code: poluxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,    A having many coats, πυρός, σπέρματα, Thphr.CP3.21.2, 5.18.2, etc.; of the eyes, Hp.Ep.23.

German (Pape)

[Seite 677] ωνος, ὁ, ἡ, in vielen Unterkleidern, Hüllen, κάλαμος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλοὺς χιτῶνας, πολλὰ καλύμματα, πυρός, σπέρματα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2., 5. 18, 2, κτλ.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, πολλά περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ.
β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. μονο-χίτων].