πολύμυχος
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ον, A with many recesses, gloss on ἑπτάμυχον, Sch.Call.Del.65.
Greek (Liddell-Scott)
πολύμῠχος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς μυχούς, Σχόλ. εἰς Καλλ. Δῆλ. 65.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για σπήλαιο) αυτός που έχει πολλούς μυχούς, πολλές κρυφές γωνιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μυχός «εσώτατο μέρος, βάθος» (πρβλ. επτά-μυχος)].