πολύμυχος

From LSJ
Revision as of 18:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμῠχος Medium diacritics: πολύμυχος Low diacritics: πολύμυχος Capitals: ΠΟΛΥΜΥΧΟΣ
Transliteration A: polýmychos Transliteration B: polymychos Transliteration C: polymychos Beta Code: polu/muxos

English (LSJ)

ον,    A with many recesses, gloss on ἑπτάμυχον, Sch.Call.Del.65.

Greek (Liddell-Scott)

πολύμῠχος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς μυχούς, Σχόλ. εἰς Καλλ. Δῆλ. 65.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για σπήλαιο) αυτός που έχει πολλούς μυχούς, πολλές κρυφές γωνιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μυχός «εσώτατο μέρος, βάθος» (πρβλ. επτά-μυχος)].