πολυλάλητος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A gloss on ἀθυρόστομος, Sch.S.Ph.188. II often repeated, of a common epithet, Eust.861.33.
German (Pape)
[Seite 665] = Folgdm, Sp., wie Schol. Soph. Phil. 191 u. Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠλάλητος: -ον, = πολύλαλος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Φιλ. 187. ΙΙ. ὁ συχνάκις λεγόμενος, Εὐστ. 861. 33.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που επαναλαμβάνεται συχνά στον λόγο
αρχ.
αθυρόστομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + λαλητός (< λαλῶ), πρβλ. δημο-λάλητος].