πολυσύνδεσμος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A using many conjunctions or connecting particles, Θουκυδίδης Sch.Th.2.41.
German (Pape)
[Seite 674] viele Verbindungen od. Verbindungswörter brauchend, Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠσύνδεσμος: -ον, ὁ χρώμενος πολλοῖς συνδέσμοις, «πολυσύνδεσμός ἐστιν ὁ Θουκυδίδης ἢ πάντες οἱ Ἀττικοὶ» Σχόλ. εἰς Θουκ. 2. 41.
Greek Monolingual
-ον, Μ
(για συγγραφέα) αυτός που χρησιμοποιεί πολλούς συνδέσμους.