προαποφοιτάω
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
English (LSJ)
A depart (from life) prematurely, Plu.2.120a.
German (Pape)
[Seite 708] vorher weggehen, sterben, Plut. cons. Apoll. p. 364.
Greek (Liddell-Scott)
προαποφοιτάω: ἀποφοιτῶ, ἀπέρχομαι (ἐκ τοῦ βίου) προώρως, Πλούτ. 2. 120Α, Κύριλλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mourir (propr. s’en aller) avant.
Étymologie: πρό, ἀποφοιτάω.
Russian (Dvoretsky)
προᾰποφοιτάω: раньше или преждевременно уходить (πρὸς τὸν ἀεὶ χρόνον τοῦ θνητοῦ βίου Plut.).