προβαθύς
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
English (LSJ)
ύ, A very deep, A.R.4.283 (v.l. προβαθής).
German (Pape)
[Seite 709] ύ, sehr tief, ποταμός, Ap. Rh. 4, 282, Ggstz προβραχύς.
Greek (Liddell-Scott)
προβαθύς: ύ, λίαν βαθύς, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 283· ἀντίθετον τῷ προβραχύς.
Greek Monolingual
-ύ, δ. ανάγν. αρσ. προβαθής, Α
1. ο πολύ βαθύς
2. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) προβαθέστερον
πολύ πιο βαθιά.