προγευματίζω

From LSJ
Revision as of 18:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγευμᾰτίζω Medium diacritics: προγευματίζω Low diacritics: προγευματίζω Capitals: ΠΡΟΓΕΥΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: progeumatízō Transliteration B: progeumatizō Transliteration C: progevmatizo Beta Code: progeumati/zw

English (LSJ)

   A taste before, τινος Arist.de An.422b7.

German (Pape)

[Seite 713] vorher zu kosten geben, vorher kosten, Arist. de anim. 2, 10, ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῦ χυμοῦ γεύηται ἑτέρου.

Greek (Liddell-Scott)

προγευμᾰτίζω: γευματίζω πρότερον, γεύομαι πρότερον, ἰσχυροῦ χυμοῦ Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5.

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
1. παίρνω το πρόγευμα, το πρωινό μου
2. (παλαιότερα) τρώω το μεσημεριανό μου, γευματίζω
αρχ.
δοκιμάζω, γεύομαι κάτι προηγουμένωςὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῡ χυμοῡ γεύηται ἑτέρου», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

προγευμᾰτίζω: вкушать раньше (τινός Arst.).