προγευματίζω
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
A taste before, τινος Arist.de An.422b7.
German (Pape)
[Seite 713] vorher zu kosten geben, vorher kosten, Arist. de anim. 2, 10, ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῦ χυμοῦ γεύηται ἑτέρου.
Greek (Liddell-Scott)
προγευμᾰτίζω: γευματίζω πρότερον, γεύομαι πρότερον, ἰσχυροῦ χυμοῦ Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
1. παίρνω το πρόγευμα, το πρωινό μου
2. (παλαιότερα) τρώω το μεσημεριανό μου, γευματίζω
αρχ.
δοκιμάζω, γεύομαι κάτι προηγουμένως («ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῡ χυμοῡ γεύηται ἑτέρου», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
προγευμᾰτίζω: вкушать раньше (τινός Arst.).