προδιανύω

From LSJ
Revision as of 18:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιᾰνύω Medium diacritics: προδιανύω Low diacritics: προδιανύω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΝΥΩ
Transliteration A: prodianýō Transliteration B: prodianyō Transliteration C: prodianyo Beta Code: prodianu/w

English (LSJ)

[ῠ],    A accomplish beforehand: Pass., προδιήνυστο D.C.79.8.

German (Pape)

[Seite 715] vorher vollenden, προδιήνυστο D. C. 79, 8, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προδιᾰνύω: διανύω προηγουμένως: παθ. προδιήνυστο Δίων Κ. 79. 8· τούτων ἡμῖν προδιηνυσμένων, πεπραγματευμένων πρότερον, Κλήμ. Ἀλ. 901.

Greek Monolingual

Α
(συν. το παθ.) προδιανύομαι
τελειώνω, περατώνω κάτι εκ τών προτέρων («τούτων ἡμῑν προδιηνυσμένων», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διανύω «τελειώνω, περατώνω»].