προμηνυτής

From LSJ
Revision as of 18:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμηνῡτής Medium diacritics: προμηνυτής Low diacritics: προμηνυτής Capitals: ΠΡΟΜΗΝΥΤΗΣ
Transliteration A: promēnytḗs Transliteration B: promēnytēs Transliteration C: prominytis Beta Code: promhnuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A one who gives information in advance, Vett.Val.173.19.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. προμηνύτρια, Α προμηνύω
1. (το αρσ.) αυτός που παρέχει πληροφορίες προκαταβολικά
2. το θηλ. α) αυτή που προαναγγέλλει κάτι
β) η προδότρια.