προσαναμένω
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
A await besides, D.S.15.41, 16.85, PLond.3.948.9 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 749] (s. μένω), dabei, noch dazu erwarten, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναμένω: ἀναμένω προσέτι, Διόδ. 15. 41., 16. 85.
Greek Monolingual
Α ἀναμένω
περιμένω κάποιον ακόμη.
Russian (Dvoretsky)
προσαναμένω: ожидать еще (τὰς ἀποκρίσεις Diod.).