προχθεσινός

From LSJ
Revision as of 19:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχθεσῐνός Medium diacritics: προχθεσινός Low diacritics: προχθεσινός Capitals: ΠΡΟΧΘΕΣΙΝΟΣ
Transliteration A: prochthesinós Transliteration B: prochthesinos Transliteration C: prochthesinos Beta Code: proxqesino/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of the day before yesterday, EM691.56.

German (Pape)

[Seite 799] vorgestrig, E. M. v. πρῷζον.

Greek (Liddell-Scott)

προχθεσῐνός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐτυμολ. Μέγ. 691. 36. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 335.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προχθεσινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και προχτεσινός, -ή, -ό, Ν
αυτός που έγινε ή συνέβη προχθές ή αυτός που υπάρχει από προχθές, από την προπροηγούμενη ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προχθές / προχτές + κατάλ. -ινός (πρβλ. σημερ-ινός)].