ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
Full diacritics: πρόκολπος | Medium diacritics: πρόκολπος | Low diacritics: πρόκολπος | Capitals: ΠΡΟΚΟΛΠΟΣ |
Transliteration A: prókolpos | Transliteration B: prokolpos | Transliteration C: prokolpos | Beta Code: pro/kolpos |
ον, A distended, of a viper's belly, in Comp., Gal.14.265, Aët.13.23.
-ον, Α
(σχετικά με την κοιλιά φιδιού) εξογκωμένος, φουσκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κόλπος (πρβλ. ά-κολπος, βαθύ-κολπος)].